- ὀδύνῃσιν
- ὀδύνηpain of bodyfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀδύνηισιν — ὀδύνῃσιν , ὀδύνη pain of body fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέχθω — ἐρέχθω (Α) 1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω 2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.) 3. παθ. ἐρέχθομαι φέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους … Dictionary of Greek
οτρηρός — ὀτρηρός ά, όν (Α) 1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.) 2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). επίρρ... ὀτρηρῶς (Α) 1. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω] … Dictionary of Greek